- υπαισθάνομαι
- Ααισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάπως αόριστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + αἰσθάνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπαισθάνομαι — ὑπό αἰσθάνομαι perceive pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)